- ημπορώ
- (ε) αμετ.1) мочь, уметь; быть в состоянии; 2) απρόσ.:
δεν ημπορεί — невозможно, не может быть;
§ δεν ημπορώ — болеть, быть больным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δεν ημπορεί — невозможно, не может быть;
§ δεν ημπορώ — болеть, быть больным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημπορώ — και μπορώ (Μ ἠμπορῶ και μπορῶ και ἐμπορῶ) 1. έχω τη δύναμη, τη δυνατότητα ή την ικανότητα να πραγματοποιήσω κάτι 2. κατορθώνω, πετυχαίνω κάτι 3. μού είναι εύκολο να κάνω κάτι, έχω την ευχέρεια για κάτι 4. αντέχω, έχω την ψυχική δύναμη να κάνω… … Dictionary of Greek
ημπορώ — βλ. μπορώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημπόρια — ἠμπόρια και μπόρια, ἡ (Μ) [ημπορώ] οικονομική δυνατότητα, πλούτος … Dictionary of Greek
μπορώ — έω και άω και ημπορώ 1. έχω την απαιτούμενη δύναμη, την ικανότητα ή την ευχέρεια να κάνω κάτι (α. «αυτός μπορεί να κάνει τη νύχτα μέρα» β. «δεν θα μπορέσω να έρθω μαζί σας») 2. ανέχομαι, υπομένω, αντέχω («δεν μπορώ να τούς ακούω άλλο») 3. (ως… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek